- μπαλώνω
- (Μ μπαλώνω)1. επιδιορθώνω φθαρμένο αντικείμενο, συνήθως ένδυμα ή υπόδημα, με ραφή ή επικόλληση κομματιού από το ίδιο ή άλλο παρόμοιο ύφασμα ή δέρμα2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μπαλωμένος -η, -οαυτός που έχει μπαλώματα («μπαλωμένο παντελόνι»)νεοελλ.1. μτφ. δικαιολογώ ή επανορθώνω πρόχειρα κάτι («κοίταξε να τά μπαλώσεις όσο μπορείς καλύτερα»)β) βοηθώ, ενισχύω ή ικανοποιώ κάποιον οικονομικά («με τα λεφτά που τού 'δωσες τόν μπάλωσες»)2. (το μέσ.) (και με ειρωνική σημ.) μπαλώνομαιαποκομίζω κέρδος, ικανοποιούμαι ή τακτοποιούμαι υλικά ή ηθικά, βολεύομαι («βλέπω, μπαλώθηκες πάλι»)μσν.(το μέσ.) φορώ ρούχα μπαλωμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. ἐμ-βαλλώνω < ἐμ-βάλλω, με σίγηση τού αρκτικού άτονου -ε- (πρβλ. μπαίνω < ἐμ-βαίνω) όπου το αρχαίο -β- / b / σε περιβάλλον μετά από έρρινο σύμφωνο (μ, ν) διατήρησε την αρχαία του προφορά].
Dictionary of Greek. 2013.